- κυνηγέσιο
- το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) [κυνηγέτης]ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾱν συμπέμψω», Ηρόδ.)μσν.-αρχ.κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν διατρίβειν», Ξεν.)αρχ.1. ομάδα σκύλων2. (κατ' επέκτ.) ομάδα λύκων που βγαίνει για αρπαγή3. μάχη μεταξύ ζώων, θηριομαχία4. θήραμα, το ζώο που σκοτώθηκε σε κυνήγι.
Dictionary of Greek. 2013.